Γράφει ο Ηλίας Χρ. Θάνος,
Ερευνητής-Συγγραφέας-Αρθρογράφος,
Ελάχιστα μας είναι γνωστά
για τη ζωή της Ασήμως Λιδωρίκη. Φαίνεται πως γεννήθηκε στις αρχές του 19ου
αιώνα καθώς όταν κηρύχτηκε η Μεγάλη Επανάσταση ήταν περίπου 16-18 ετών. Ήταν
κόρη του Αναγνώστη Λιδωρίκη, ενός μεγαλοκτηματία από το Λιδωρίκη. Η Ασήμω είχε
άλλα πέντε αδέρφια: τον Αναστάση, τον Παναγιώτη, τη Μαρία γυναίκα του Γιώργου
Κάρμα, τη Λένη γυναίκα του Στάθη Κατσικογιάννη και την Τασούλα Κρανακίδη. Η
Ασήμω παντρεύτηκε τον Γιάννη Γκούρα ύστερα από συνοικέσιο που της έκανε ο
πατέρας της Αναγνώστης με τον ανερχόμενο-φιλόδοξο φρούραρχο της Αθήνας. Αμέσως,
εγκαταστάθηκαν στο Ερεχθείο το οποίο είχαν μετατρέψει σε οικία του φρουράρχου.
Η Ασήμω ήταν ιδιαίτερα τολμηρή, γενναία και φιλόπατρις και έτσι ακολουθούσε τον
άντρα της στις μάχες. Να σημειωθεί ότι δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά με τον Γκούρα
και γι’ αυτό είχαν τα ανίψια τους σαν παιδιά τους.
Όταν πέθανε ο Γκούρας,
ανέλαβε αυτή φρούραρχος της Ακρόπολης. Από τα χαρίσματα που την είχε προικίσει
η φύση έτρεχε παντού να δίνει βοήθεια και να ενθαρρύνει τους στρατιώτες της.
Μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες παρείχαν φροντίδα στους τραυματίες. Όταν έφτασε
ο Κριεζιώτης στην Ακρόπολη δεν υπήρχε λόγος να κρατά αυτή την αρχηγία και έτσι
την ανέλαβε ο Κριεζιώτης. Η Γκούραινα δεν εγκατέλειψε, ωστόσο, την Ακρόπολη και
παρέμεινε στο Ερεχθείο, με την οικογένειά της και την σέβονταν όλοι οι
έγκλειστοι. Για την σχέση του Κριεζιώτη με την Ασήμω θα δούμε παρακάτω. Η Ασήμω
πέθανε στις 12 Ιανουαρίου 1827. Ο θάνατός της στεναχώρησε όλους τους
στρατιώτες.
Ο γάμος του Γιάννη Γκούρα
με την Ασήμω Λιδωρίκη
Ο
Γιάννης Γκούρας παντρεύτηκε με την Ασήμω Λιδωρίκη στις 16 (ή 23) Φεβρουαρίου
1823. Η στέψη έγινε στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη στο Θησείο που εκείνη την εποχή
ήταν χριστιανική εκκλησία. Κουμπάρος ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Μέσα σε μια
μεγαλειώδη τελετή, πάνω από 300 αρματωμένοι, είχαν σχηματίσει έναν κύκλο και
μέσα εκεί ήταν ο Επίσκοπος με τους συνοδούς του, οι πρόξενοι, οι προεστοί και
οι οικογένειες των δύο νεόνυμφων. Όταν έφτασε η νύφη, με την συνοδεία πολλών
γυναικών (βλέπεις κρατούσε από αρχοντικό σόι), μπήκε μέσα στον δακτύλιο και
ξεκίνησε η τελετουργία. Όταν ακούστηκε το νυμφεύεται από τον Δεσπότη και
πέρασαν τα στέφανα, 23 κανονιές ξεκίνησαν από την Ακρόπολη και όλοι μαζί οι
παρευρισκόμενοι άρχισαν να ρίχνουν τουφεκιές στον αέρα. Όταν τελείωσε το
μυστήριο, όλοι μαζί κίνησαν για το σπίτι του γαμπρού. Νεόνυμφοι, Δεσπότης,
συγγενείς, αρματωμένοι και φυσικά τα προικιά της νύφης. Δυο φορές πάλι
τουφέκισαν οι 300 της συνοδείας τους. Αμέσως, στρώθηκε βασιλικό γεύμα με αρνιά,
κρασιά, ψωμιά και ρύζι. Ακόμη, μοιράστηκε στους φτωχούς σιτάρι. Το βράδυ τρείς
κανονιές αντήχησαν και πυροτεχνήματα έλαμψαν τον Αττικό ουρανό. Λέγεται ότι ο
χορός κράτησε τρείς μέρες. Την τρίτη έγινε πάλι τραπέζι με τις γυναίκες να
τρώνε χωριστά, κατά τα παλιά έθιμα. Να πως μας περιγράφει ο Γκόρντον τη
γιορτινή διάθεση των παρευρισκόμενων στον γάμο: «Στις 16 Φεβρουαρίου, ο
φρούραρχος της Ακρόπολης, καπετάν-Γκούρας, γιόρτασε τον γάμο του με μια κόρη
επιφανούς οικογενείας από το Λιδωρίκι και ολόκληρη η πόλη συμμετείχε στο
γλέντι. Με τη συνήθη απερισκεψία των Ελλήνων, μεγάλη ποσότητα πολύτιμου
μπαρουτιού σπαταλήθηκε σε κανονιοβολισμούς και πυροβολισμούς και εκτός από το
υπέροχο δείπνο που παρατέθηκε στους πλουσίους, στους στρατιώτες μοιράστηκε
κρασί, ψωμί και ρύζι, ενώ στη φτωχολογιά σιτάρι».1 Οι νεόνυμφοι
εγκαταστάθηκαν στο Ερεχθείο.
Η
Ασήμω, η Γκούραινα αλλιώς, εκτός από τη φυσική ομορφιά που την είχε προικίσει η
φύση ήταν και λεβεντογυναίκα. Ακολουθούσε τον Γκούρα με τα κουμπούρια της στις
μάχες και μάλιστα κλείστηκε μαζί του στην Ακρόπολη. Να πως μας την περιγράφει ο
Αντόν Πρόκες φον Όστεν, πρώτος πρέσβης της Αυστρίας στην Ελλάδα κατά τα έτη
1833-1849: «Η γυναίκα του Γκούρα, κόρη ενός προκρίτου απ’ το Μενίδι2,
αισθανόταν σαν πριγκίπισσα. Νέα, όμορφη, στολισμένη και ντυμένη πάντοτε
πλούσια, προκαλούσε το ενδιαφέρον με τους χαριτωμένους της τρόπους. Δεν έβγαινε
ποτέ από το σπίτι της χωρίς να την ακολουθεί ένα πλήθος από κοπέλες που την
υπηρετούσαν, ενώ όλοι οι στρατιώτες έκαναν υπόκλιση μπροστά της. Ο Μαμούρης
φαινόταν μόνο σαν να ήταν καστελάνος της, η ίδια όμως έδειχνε αφέντισσα και
πυργοδέσποινα. Την συστήθηκα την πρώτη φορά που ήμουν στην Αθήνα, τον Μάιο του
1825, διά μέσου του δόκτορα Βιτάλη, που ήταν ο γιατρός της οικογένειας και της
συνείδησής της. Την έβλεπα τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο τού ίδιου χρόνου
συχνά, ζήτησα την προστασία της και αισθανόμουν έτσι μια χαρά. Ήταν τέλη
Αυγούστου που είχε γυρίσει ο Γκούρας από τις μάχες. Η είσοδός του στην Αθήνα
θύμιζε την επιστροφή ενός πρίγκιπα στον πύργο του...Το 1826 συγκέντρωσε ο
Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς τα στρατεύματά του μπροστά από την Ακρόπολη και άρχισε την
πολιορκία. Ο Γκούρας αμύνθηκε καλά αλλά, τον Δεκέμβρη3, τον πέτυχε
τη νύχτα μια σφαίρα τουφεκιού στον προμαχώνα, μπρος από τα προπύλαια, και τον
σκότωσε. Η γυναίκα του φέρθηκε σαν ηρωίδα σ’ αυτή την υπόθεση και γενικά είναι
ο ωραιότερος γυναικείος χαρακτήρας που έχει να παρουσιάσει η ελληνική
επανάσταση. Έδινε θάρρος στους άντρες της Ακρόπολης, που την αναγνώρισαν κι
αυτοί σαν καπετάνισσα...»4 Σε άλλο σημείο πάλι λέει ο ίδιος: «Στην
Ακρόπολη ήταν σαν πριγκίπισσα. Διατηρούσε αυλή. Ήταν νέα και χαριτωμένη. Στα
μάτια της έλαμπε η αυτοπεποίθηση. Συχνά φερόταν σαν παιδί ντροπαλό κι αμίλητο.
Ήταν πάντοτε πλούσια ντυμένη με φορεσιά αλβανική. Τη συντρόφευε μια συγγένισσά
της, η Ρούσση. Το νοικοκυριό της σ’ ένα υπνοδωμάτιο. Όλες οι υπηρέτριές της
ήταν όμορφες και ήξεραν να φερθούν. Το έθιμο ήταν να κερνούν τον ξένο, που
θέλουν να τιμήσουν με γλυκό του κουταλιού ή μαστίχα κι ένα ποτήρι νερό. Ύστερα
προσφέρουν καφέ και τσιμπούκι. Αυτά τα φρόντιζε η ίδια η Ασήμω. Φαινόταν πολύ
αφοσιωμένη στον άντρα της και υπερήφανη γι’ αυτόν. Είναι θερμή σαν την πνοή της
ανοίξεως σ’ αυτήν την ωραία χώρα. Είναι θαρραλέα γυναίκα και τολμηρή στην
ιππασία...»5 Να προσθέσουμε ότι ήταν βέβαια και ιδιαίτερα μοχθηρή
και φιλοχρήματη. Λέγεται πως συχνά επηρέαζε τον Γκούρα και ιδιαιτέρως έναντι
του Ανδρούτσου. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ο Ανδρούτσος στα τέλη του 1823
έφερε τη γυναίκα του, την Ελένη Χρήστου Καρέλη και την μάνα του στο κάστρο της
Ακρόπολης γεννήθηκε μια μεγάλη αντιζηλία μεταξύ των γυναικών. Συγκεκριμένα, η μάνα
Ανδρούτσαινα έλεγε πως: «την γυναίκα του υπηρέτου μου δεν ημπορώ να έχω όμοιάν
μου» και η γυναίκα του Οδυσσέα δεν ανεχόταν να έχει την πρωτοκαθεδρία η
Γκούραινα. Από την άλλη, η Γκούραινα, που καταγόταν από αρχοντικό σόι δεν
υπέφερε τα λόγια της Ανδρούτσαινας. Έτσι, η έχθρα μεταξύ των γυναικών μεγάλωνε
και επηρέαζε και τις σχέσεις Γκούρα-Ανδρούτσου.
Ο θάνατος του Γκούρα
Μόλις
έπεσε το σκοτάδι της νύχτας της 30ης Σεπτεμβρίου 1826, άναψε πάλι ο
πόλεμος στο φρούριο. Ο Γκούρας, κατά τα μεσάνυχτα, πάει να δει τι γίνεται
επειδή φοβόταν μην το σκάσουν οι σύντροφοί του. Κατηφορίζει ως τον «Σερπετζέ»,
ένα μικρό τείχος κτισμένο από τους Τούρκους ανάμεσα στο Ωδείο του Ηρώδου του
Αττικού και το θέατρο του Διονύσου. Οι Τουρκαλβανοί έριχναν συνεχώς από τον
λόφο του Φιλοπάππου. Ο Γκούρας φτάνει σ’ ένα ταμπούρι και για να εμψυχώσει τα
παλληκάρια του παίρνει και ο ίδιος μέρος στον πόλεμο. Κάποια στιγμή με το
αλβανικό του όπλο ετοιμάζεται να πυροβολήσει, αλλά η πυρίτιδα ναι μεν
πυροδοτήθηκε δεν διέδωσε όμως την «φωτιά» σε όλο το όπλο. Έτσι, ο Γκούρας
σκύβει να βάλει καινούργια πυρίτιδα και τότε βρίσκεται το κεφάλι του στο
άνοιγμα της πολεμίστρας. Από απέναντι φαίνεται πως βρέθηκε ένας καλός σκοπευτής
ο οποίος σημάδεψε την λάμψη της πυρίτιδας του Γκούρα και μ’ αυτόν τον τρόπο τον
πετυχαίνει μια σφαίρα στο δεξί μηλίγγι και πέφτει κάτω νεκρός.
Μια
άλλη παράδοση, σύμφωνα με τον Βιτάλη την οποία διαψεύδει ο Βλαχογιάννης, λέει
ότι είχε στηθεί μεγάλο γλέντι από τους άνδρες του Γκούρα την 30η
Σεπτεμβρίου 1826, το βράδυ, γιατί σε μια έξοδο που είχαν κάνει πίστεψαν ότι ο
εχθρός σκόρπισε. Ο Γκούρας πήρε μέρος στο φαγοπότι. Κάποια στιγμή είδε φως σε
ένα εχθρικό ταμπούρι στην μεριά του Φιλοπάππου και ζήτησε να του δώσουν ένα
ντουφέκι. Πυροβολώντας μία φορά διαπίστωσε ότι το όπλο πήρε φωτιά μόνο από έξω
και δεν έστειλε το βόλι. Όταν πυροβόλησε και δεύτερη φορά, οι εχθροί από
απέναντι πρόσεξαν τους δύο απανωτούς πυροβολισμούς και πυροβόλησαν και αυτοί
δύο φορές κατά εκείνο το μέρος που φάνηκαν οι αρχικοί πυροβολισμοί. Έτσι, δύο
βόλια πήραν τον Γκούρα στο κεφάλι και πέθανε ακαριαίως.
Όπως
και να έχει ο Γκούρας ήταν νεκρός και οι στρατιώτες του τον τύλιξαν με μια κάπα
και τον πήγαν στο Ερεχθείο. Την επόμενη ημέρα ανοίξανε έναν λάκκο μπροστά στον
Παρθενώνα και εκεί τον έθαψαν. Η γυναίκα του η Ασήμω, σύμφωνα με την παράδοση
είπε, τότε: «Τι τόνε κλαίτε; Λησμονάτε πόσα φαρμάκια τον εποτίσατε. Σεις
σταθήκατε οι αίτιοι που σκοτώθηκε όπως γύριζε τις νύχτες μην τυχόν και φύγετε.
Αν στ’ αλήθεια μετανιώσατε, ν’ αλλάξετε φέρσιμο και να καθίσετε να φυλάξετε το
κάστρο. Αυτό μονάχα μας έμεινε στην Ρούμελη. Ο άντρας μου σκοτώθηκε, μα εγώ θα
πάρω τ’ άρματά του και θα μπω στον τόπο του να πολεμήσω. Ορκιστείτε στο
εικόνισμα που είναι στο στήθος του σκοτωμένου». Πήρε τότε το σπαθί του Γκούρα
και στρέφοντάς το στην εικόνα του Χριστού, μαζί με το ιερό Ευαγγέλιο που
κρατούσε, τους προσκάλεσε όλους να δείξουν πειθαρχία. Από εκεί και μετά όλοι
σέβονταν σαν αρχηγό τους την Γκούραινα.
Η προφητεία του Γκούρα
Ο Γκούρας σκοτώθηκε την
νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου προς 1η Οκτωβρίου 1826. Λίγες
μέρες πριν είχε πει στην γυναίκα του: «Αν πεθάνω, κοίτα να φυλάξεις την τιμή
μου, και τότε ο Θεός θα σε σώσει. Σου εύχομαι να απολαύσεις όλα αυτά που σου
αφήνω με τη διαθήκη μου. Αν όμως φανείς άπιστη και με ξεχάσεις γρήγορα, ο Θεός
θα σε στείλει αμέσως κοντά μου».
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε
το εξής περιστατικό που ιστορείται με πρωταγωνιστή τον Καραϊσκάκη και τον Νίκο
Κριεζιώτη και φημολογείται ότι ο Καραϊσκάκης εκμεταλλεύθηκε σαν δόλωμα την
Ασήμω και τα χρήματα που άφησε ο Γκούρας, για να καταφέρει τον Κριεζιώτη να
πάει στην πολιορκημένη Ακρόπολη και να εντείνει την άμυνα της: Έτσι, λοιπόν,
όταν έμαθε ο Καραϊσκάκης ότι πέθανε ο Γκούρας μαζεύει όλους τους στρατιώτες του
και λέει: «Το κάστρο της Αθήνας κινδυνεύει. Αν πέσει και αυτό οι Τούρκοι θα
έχουν δικιά τους όλη την Ρούμελη. Μονάχα από μας ελπίζει η σωτηρία του. Θα
είναι ντροπή να το αφήσουμε να χαθεί. Σκέφτομαι ότι πρέπει να πάει κάποιος που
έχει δικό του απόσπασμα. Δύο βλέπω πως θα τα καταφέρουν. Εγώ ή ο καπετάν Νίκος
Κριεζιώτης. Και είναι πιο καλός ο Νίκος, γιατί γνωρίζει τον τόπο και τους
ανθρώπους του»
Ο Κριεζιώτης του
αποκρίνεται ότι: «εγώ αρμόζει να πάω καθώς αν χαθώ εγώ μικρό το κακό, ενώ αν
χαθείς εσύ εξαφανίζεται η Επανάσταση.»
Ενθουσιάζεται τότε ο
Καραϊσκάκης, τον βαράει στον ώμο και πιάνει τα καλαμπούρια (ή αν αναλογιστούμε
την συνέχεια μπορούμε να πούμε πως μίλησαν τα προφητικά λόγια της εμπειρίας):
«Αδελφέ, εσύ επιβάλλεται να πας, διότι εισερχόμενος στην Ακρόπολη θα πάρεις για
γυναίκα σου την νταλιάνα (*) του Γκούρα και το βιός του. Αν πάω εγώ, σκιάζομαι
ότι δεν θα με θέλει εμένα τον καχεκτικό και θα αρπάξει κανέναν άλλον παλληκαρά.
Εσένα, όμως, που είσαι νέος και νταβραντισμένος, θα σε λιγουρευτεί (και του
κλείνει το μάτι). Άιντε, ορέ λιοντάρι μου, πήγαινε και θα τα καταφέρεις».
Δεν πέρασαν δεκατρείς
μέρες από τον θάνατο του Γκούρα και η Ασήμω Γκούραινα αρραβωνιάστηκε με τον
Νίκο Κριεζιώτη. Βέβαια για να είμαστε απολύτως έγκυροι ιστορικά η ιστοριογράφος
Μάντυ Δ. Δασκαλοπούλου στηριζόμενη προφανώς στα γραφόμενα της άλλης ιστοριογράφου
Σωτηρίας Αλιμπέρτη λέει ότι ο Σουρμελής γράφει πως ο Αναγνώστης Λιδωρίκης
γύρεψε να συνάψει καινούργιο συνοικέσιο της αδερφής του με τον Κριεζιώτη. Η
Γκούραινα συναίνεσε και την κακολογεί ότι πάει για καινούργιο γάμο όταν δεν
έχουν παρέλθει ούτε τρείς μήνες από τον χαμό του Γκούρα. Τα αυτά επιβεβαιώνει
και ο Κυριάκος Σκιαθάς (και εγώ), δηλαδή ότι ο Σουρμελής υποστηρίζει πως η Ασήμω
αρραβωνιάστηκε τον Κριεζιώτη. Συμπληρώνει δε πως ο Καραϊσκάκης έστειλε τον
Κριεζιώτη μέσα στην Ακρόπολη επειδή ήξερε το ενδιαφέρον του για την Γκούραινα.
Ακόμη, ο Σκιαθάς στηριζόμενος στον Γιάννη Βλαχογιάννη επικυρώνει ότι η ενέργεια
αυτή του Καραϊσκάκη ήταν «δόλωμα» προς τον Κριεζιώτη. Ωστόσο, ο Χ. Βυζάντιος,
που πολέμησε με τον τακτικό στρατό στην Ακρόπολη, λέει ότι είναι ψέμα πως η Ασήμω
πήγαινε για άλλο γάμο και ότι ο Σουρμελής είχε συκοφαντήσει όλους τους
Αθηναίους. Τέλος, προσθέτει ότι δεν αποκλείεται ο αδερφός της Γκούραινας να
προχώρησε στο συνοικέσιο με τον Κριεζιώτη χωρίς να την ρωτήσει. Αξίζει να
προσθέσουμε βέβαια ότι και άλλοι ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι η Γκούραινα
αρραβωνιάστηκε με τον Κριεζιώτη, ανεπίσημα.
[Σχόλιο:
Αλλά μπορεί και αυτοί να αναπαράγουν το ψέμα που υποστήριξε ο Σουρμελής. Έτσι,
δυστυχώς, συμβαίνει στην ιστοριογραφία. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει μερικά
καρκινώματα τα οποία με παντελή έλλειψη ιστορικής ευθύνης υποστηρίζουν
ανυπόστατα ψέματα τα οποία δεν συνάδουν με την ιστορική αλήθεια. Δυστυχώς αυτά
τους τα ψέματα μετά αναπαράγονται. Προσωπικά, αν και θεωρώ ότι οι προσωπικές
γνώμες δεν συνάδουν με την σοβαρή ιστοριογραφική έρευνα, δεν πιστεύω τυφλά τα
λεγόμενα του Σουρμελή. Ο «ιστοριογράφος» αυτός αν και μαρτυρείται πως ήταν
αυτόπτης μάρτυρας προσώπων και γεγονότων - άρα πιστεύουμε, με μια πρώτη σκέψη,
ότι τα λεγόμενά του είναι έγκυρα – είναι αδιάψευστο ότι «έφτιαξε» την ιστορία
όπως τον βόλευε. Ή πιο σωστά όπως θα βόλευε κάποιους γνωστούς - άγνωστους
κυβερνώντες. Αυτό δεν το γράφω ελαφρά τη καρδία. Το σκέφτηκα πάρα πολύ πριν
καταλήξω ότι θέλω να το γράψω. Θα παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από τα λεγόμενα
ενός εκ των σημαντικότερων στρατηγών της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι, λοιπόν,
λέει ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του (Βιβλίο 3ο, Κεφάλαιο 4ο):
«…Βάνει κι’ ο Κωλέτης τον Σουρμελή, στενόν φίλον του Γκούρα και της φατρίας
τους, και φκειάνει ’στορίαν και κατηγοράγει ασυστόλως τον Δυσσέα, τον οχτρό του
Κωλέτη, κ’ εγκωμιάζει πολύ τον Γκούρα και τους φίλους του. Με τέτοια αρετή
γένεται ’στορία; Να μην του ειπής και τα καλά του και τα κακά του κάθε ενού,
αλλά παθητικώς; Ρωτάτε πότε ήρθε αυτός από την Κωσταντινόπολη, ποιους είχε
φατρία, τι διαγωγή έχει δείξη. Εις του κάστρου της πολιορκίες, αν οι φίλοι του
έκαμαν ένα, το κάνει πενήντα·…»6 Το γεγονός ότι ο Σουρμελής κατηγορεί
σε πολλά τον Ανδρούτσο επιβεβαιώνεται από πολλούς ιστορικούς.]
Όλα
τα ανωτέρω βέβαια δεν αναιρούν ότι λίγους μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα την
νύχτα της 12ης (ή 27ης) Ιανουαρίου 1827, στις δύο τη
νύχτα, από τα βλήματα των κανονιών γκρεμίστηκαν δύο κολώνες του Ερεχθείου. Στην
σκεπή υπήρχε πολύ χώμα για να προφυλάσσεται το οίκημα από τις μπάλες των
κανονιών. Τότε έπεσε η οροφή. Μέσα βρισκόταν η Ασήμω με πολλές άλλες ψυχές: η Ασήμω, η αδερφή της Μαρία, γυναίκα του αγωνιστή
Γιώργου Κάρμα, τα τέσσερα κορίτσια της Μαρίας και ο γιός της Θανάσης, ο
ψυχογιός του Γκούρα Λεονάρδος, μια ανιψιά του Γκούρα Αντωνέλλα, δύο άλλα ανίψια
του και μια Τουρκάλα δουλεύτρα. Επίσης, η γυναίκα του Αντρέα Ζαγκανά και μια
Αράπισσα πρόλαβαν να φύγουν από ένα παράθυρο. Ακόμη, σώθηκε ο Θανάσης Κάρμας, ο
υπηρέτης της Γκούραινας Καπνόριζας, και ένα παιδί που είδαν το κεφάλι του και
το έβγαλαν. Οι υπόλοιποι πέθαναν. Με τον χαλασμό που προκλήθηκε κατέρρευσε η
στέγη και τους πλάκωσε. Ο θάνατος τους βρήκε στον ύπνο. Δεν τους πλάκωσε κανένα
μάρμαρο της σκεπής, μα το πολύ χώμα που βρισκόταν στην οροφή και έτσι έπαθαν
ασφυξία. Λέγεται πως αν τους ξεθάβανε αμέσως θα τους έσωζαν. Το σώμα της
Ασήμως, όταν το βρήκαν, ήταν ακόμη ζεστό και είχε ιδρώσει γιατί ήταν σκεπασμένη
με την κουβέρτα. Αναφέρεται,
από τον Κάρμα σύμφωνα με τον Γ. Βλαχογιάννη, πως στον θάνατό τους φταίει ο
Μαμούρης (**) καθώς περικύκλωσε το Ερεχθείο με τους πολεμιστές του και δεν
άφησε να σκάψουν το βράδυ για να τους βγάλουν παρά μόνο αργά το επόμενο πρωί.
Το σπίτι ήταν γεμάτο θησαυρούς και αυτός ήταν ο κληρονόμος. Φοβόταν μήπως
κάποιος κλέψει τους θησαυρούς [με όποιον δάσκαλο καθίσεις…]. Όταν πέθανε και η Γκούραινα, ο ανιψιός της
Ασήμως, Θανάσης Κάρμας, σώθηκε από την κατεδάφιση του Ερεχθείου και όταν
συνήλθε αναζήτησε την δεύτερη διαθήκη του Γκούρα, που σύμφωνα με τα λεγόμενά
του, τον έκανε μοναδικό κληρονόμο. Επίσης, έγραφε μέσα τους θησαυρούς του
Γκούρα και τα μέρη που τους έχει κρύψει. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Κάρμας την
φύλαγε μέσα σε μια παλάσκα και μ’ αυτήν κοιμόταν πάντα. Ο Σουρμελής ρίχνει τις
ευθύνες για την εξαφάνισή της στον Αναγνώστη Λιδωρίκη. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης,
όμως, στηριζόμενος στις μαρτυρίες που άφησε ο ίδιος ο Κάρμας, λέει πως την
διαθήκη την πήγαν στο σπίτι του Μαμούρη και την πήρε αυτός. Άλλη πάντως διαθήκη
δεν βρέθηκε και από τότε ξεκίνησε ένας δικαστικός αγώνας γιατί ο Λιδωρίκης
ήθελε να «προσβάλει» την διαθήκη για να λάβει το μερτικό της αδερφής του και ο
Κάρμας να την ακυρώσει εντελώς. Επίσης, έγινε δίκη εναντίον του Μαμούρη από
άλλους συγγενείς και κληρονόμους του Γκούρα. Πάντως με τον έναν ή τον άλλον
τρόπο, για να γυρίσουμε στην Γκούραινα, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν
αληθεύει ο αρραβώνας με τον Κριεζιώτη πως επαληθεύτηκε η «προφητεία» του Γκούρα
που της είχε πει λίγες μέρες νωρίτερα.
Υποσημειώσεις:
(*)
Το Νταλλιάνα βγαίνει από το νταλλιάνι που ήταν ένα μακρύ και στενό ντουφέκι,
ιταλικής προέλευσης, εκείνης της εποχής. Η Ασήμω ήταν μια ψηλή και όμορφη
γυναίκα και έτσι ο Καραϊσκάκης (ή ο Πανουργιάς) της κόλλησε αυτό το
παρατσούκλι. Μάλιστα, της έγραψαν και τραγούδι:
«Νταλλιάνι
είναι στον πόλεμο,
κι
αρσίκι στο σημάδι
και
καριοφύλι στη βροντή
σαν
άξιο παλικάρι…»
(**)
Ο Ιωάννης Μαμούρης ήταν πρώτος ξάδερφος του Γκούρα και
τον ακολουθούσε σχεδόν σε όλες τις μάχες. Όταν ο Γκούρας έγινε φρούραρχος, τον
έκανε υποφρούραρχο και μάλιστα όταν ο Γκούρας έφυγε για να καταδιώξει τον Ανδρούτσο,
τον άφησε στο πόδι του. Ήταν και αυτός ένας μικρός τύραννος. Ο Μαμούρης ήταν
αυτός που σκότωσε τον Ανδρούτσο, κατόπιν εντολής του Γκούρα. Ήταν σαν να λέμε ο
αντικαταστάτης του. Όταν πέθανε ο Γκούρας είχε αφήσει διαθήκη με την οποία τον
καθιστούσε κληρονόμο του με την υποχρέωση να λέγεται Ιωάννης του Γκούρα. Έτσι
υπογράφει σε πολλές επιστολές της μετά την Επανάσταση εποχής.
Παραπομπές:
1) Thomas Gordon, Ιστορία της Ελληνικής
Επανάστασης, Αθήνα, Εκδόσεις Αρχιπέλαγος, 2010, Μετάφραση: Αλεξάνδρα
Κατσώνη, Τόμος 2, ISBN:
978-960-7911-76-6, σ. 9
2) Δεν
ισχύει αυτό. Πολλές φορές οι ξένοι σφάλουν σε ημερομηνίες αλλά και τόπους.
3) Δεν ισχύει αυτό. Πολλές φορές οι ξένοι
σφάλουν σε ημερομηνίες αλλά και τόπους.
4) Κούλα Ξηραδάκη, Γυναίκες
του ‘21 / συμβολή στην έρευνα, Αθήνα, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021, ISBN:
978-618-5333-83-6, σ.σ. 173-174
5) Σούλα
Ροδοπούλου, Οι άσημες και οι ταπεινές του 21, Οι Εκδόσεις των Φίλων,
Αθήνα, 2012, ISBN: 978-960-289-125-4, σ. 27
6) Απομνημονεύματα
Μακρυγιάννη/Γ4 - Βικιθήκη (wikisource.org)
(https://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1_%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%85%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7/%CE%934)
Βιβλιογραφία-Πηγές:
1) Χρήστος Α.
Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Εκδόσεις
Δεδεμάδη, 1979, για αυτή την έκδοση, Το Βήμα/ Άλτερ Έγκο Α.Ε., 2021, Τόμος Α’, ISBN ΤΟΜΟΥ Α΄:
978-618-5519-24-7,
Λήμμα: «Γκούρας Ιωάννης», σ.σ. 393-397
2) Γιάννης
Γρυντάκης-Γιώργος Δάλκος-Άγγελος Χόρτης-Έκτορας Χόρτης, Όσα δεν γνωρίζατε για
την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016, ISBN: 978-618-03-0651-4, σ.σ. 162-164
3) Γιάννης Β. Παπαναστασίου,
Εύθυμα και σοβαρά των πρωταγωνιστών του 1821, Αθήνα, Εκδόσεις Σαΐτης,
2021, ISBN:
978-960-487-438-5, σ.σ. 65-68
4) Μάντυ
Δ. Δασκαλοπούλου, Γυναίκες της Φωκίδας στην Επανάσταση του 1821, Άμφισσα,
Σύλλογος γυναικών Φωκίδας, 2020, σ.σ. 43-48
5) Δημήτρης Φωτιάδης, Η
Επανάσταση του 1821, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος Α.Ε., 2018,
Τρίτη έκδοση, Τόμος Τρίτος, ISBN:
978-960-208-873-9, σ.σ. 442-444
6) Έλενα
Νταβλαμάνου-Αθανασία Ελευθερούλη, Ηρωϊκά πρόσωπα της Ελληνικής
Ιστορίας-Αγωνίστριες του 1821, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Γράφημα, 2021, Τόμος
Α’, ISBN:
978-618-5494-38-4, σ.σ. 56-58
7) Σωτηρίας Ι. Αλιμπέρτη,
Αι ηρωΐδες της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι, Τύποις Στεφ. Ν. Ταρουσόπουλου,
1933, σ.σ. 425-460
8) Η συμμετοχή των
γυναικών στην Επανάσταση του 1821 - Μέλαθρον Οικουμενικού Ελληνισμού (gnl.gr)
(https://gnl.gr/2021/04/i-symmetochi-ton-gynaikon-stin-epanastasi-toy-1821/)
9) Γιάννης
Γρυντάκης-Γιώργος Δάλκος-Άγγελος Χόρτης-Έκτορας Χόρτης, Σαν σήμερα στην
Επανάσταση του 1821, Μεταίχμιο, 2020, ISBN: 978-618-03-2518-8, σ. 27 και σ. 313
10) Γιάννης Βλαχογιάννης,
Ιστορική Ανθολογία ανέκδοτα-γνωμικά-περίεργα-αστεία εκ του βίου διασήμων
Ελλήνων 1820-1864, Αθήναι, Πατριωτική χορηγία Εμ. Α. Μπενάκη, 1927, σ. 164
11) Κυριάκος Σκιαθάς, Τα
ερωτικά του ‘21, εκδόσεις διαπολιτισμός, 2019, για αυτή την έκδοση, Τα Νέα
/ ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ Α.Ε., Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Τα νέα, 2022, Τόμος πρώτος, ISBN: 978-618-200-118-9, σ.σ. 165-176
12) Γεώργιος Δ. Αναγνωστόπουλος, «Ασήμω Γκούραινα – Η Ελληνίδα
Φρούραρχος της Ακρόπολης Αθηνών», στο Σελίδες απ’ τη Φωκίδα, Εταιρεία Φωκικών
Μελετών, Τεύχος 148, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2013, Κωδικός Εντύπου: 073730, ISSN: 1105-6215, σ.σ. 16 / 7516 – 19 /
7519
13) Μία σταγόνα ιστορία:
Η διαθήκη του Γκούρα (newsit.gr)
(https://www.newsit.gr/mia-stagona-istoria/i-diathiki-tou-gkoura/2947961/)
14) Χρήστος Α. Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής
Επανάστασης του 1821, Εκδόσεις Δεδεμάδη, 1979, για αυτή την έκδοση, Το
Βήμα/ Άλτερ Έγκο Α.Ε., 2021, Τόμος Α’, ISBN ΤΟΜΟΥ Α΄: 978-618-5519-24-7, Λήμμα:
«Γκούραινα», Σελ. 391-393
15)
Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών
και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμέτεσχεν ο τακτικός στρατός από
του 1821 μέχρι του 1833, Εν Αθήναις, 1901, Έκδοσις Τρίτη, σ.σ. 173-174 και
σ. 197
16) Χρήστος Ι. Βλασσόπουλος,
Ημερολόγιον του Αγώνος, Αθήναι, Εκδοτικός οίκος Δημητράκου Α.Ε., 1930, σ.
279 και σ. 287
17)
Μεταπτυχιακή εργασία: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή,
Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Τομέας: Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και
Παγκόσμιας Ιστορίας, Θέμα: Οδυσσέας Ανδρούτσος, Ονοματεπώνυμο μεταπτυχιακής φοιτήτριας:
Μενελαΐδου Τατιάνα, Ημερομηνία: 2013, Επιβλέπων καθηγητής: Ιάκωβος Μιχαηλίδης,
Ημερομηνία Έγκρισης: 3-7-2013, σ. 71
18) Χρήστος Α. Στασινόπουλος, Λεξικό
της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Εκδόσεις Δεδεμάδη, 1979, για αυτή την
έκδοση, Το Βήμα/ Άλτερ Έγκο Α.Ε., 2021, Τόμος Γ’, ISBN ΤΟΜΟΥ Γ΄: 978-618-5519-26-1, Λήμμα:
«Μαμούρης Ιωάννης», Σελ. 269-271
19)
Αντώνιος Γεωργαντάς, «Βίος Ιωάννου Γκούρα», στο Παρνασσός, Εν Αθήναις,
Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Εκ του τυπογραφείου Παρνασσού, Τόμος ΣΤ΄, 1882,
σ.σ. 570-581
20)
Γιαν. Επαχτίτης, «Ιστορικοί γύροι – Ο Γκούρας και η Γκούραινα», στο Εφημερίς
των κυριών, Αθήναι, Διευθύντρια: Καλλιρρόη Παρρέν, Περίοδος Β’, Έτος 24ον,
1 Ιουλίου 1910, σ.σ. 1254-1256
21)
Τάκης Λάππας, Του Γιάννη Γκούρα η διαθήκη, στο Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο
1968-1969-1970, σ.σ. 25-29
22)
Διονύσιος Σουρμελής, Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας Αγώνα αρχομένη
από της Επαναστάσεως μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων, Διηρημένη μεν εις
βιβλία τρία, Εν Αιγίνη, Εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, 1834, Βιβλίον
Γ΄ Κεφάλαιον Ε΄ και Βιβλίον Γ΄ Κεφάλαιον Ζ΄, σ.σ. 168-169 και σ.σ. 188-189
23)
Φωτίου Χρ. Σταυρίδη, 1821 Η απάντηση στην «τηλεόραση», Αθήνα, Εκδόσεις
Πελασγός Ιωάννης Χρ. Γιαννάκενας, 2015, Α΄ Έκδοση, Δ΄ ΤΟΜΟΣ Από την Γ΄
Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου έως η Ελλάς ανεξάρτητο κράτος, ISBN: 978-960-522-399-1, σ. 61
24)
Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορικά ανέκδοτα και αξιοπερίεργα επιφανών Ελλήνων,
Εκδόσεις «γνώση», Ιανουάριος 2012, ISBN:
978-960-235-836-8, σ.σ. 321-313
25) Γιάννης Μ. Γρυντάκης,
Ελλήνων επιφανών θάνατοι-Από το τραγικό στο παράδοξο (1453-1941), Εκδόσεις
Σαββάλας, 2009, ISBN:
978-960-449-905-2, σ.σ. 197-198
26) Απομνημονεύματα
Μακρυγιάννη/Γ4 - Βικιθήκη (wikisource.org)
(https://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1_%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%85%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7/%CE%934)
27) Χρήστος Α.
Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Εκδόσεις
Δεδεμάδη, 1979, για αυτή την έκδοση, Το Βήμα/ Άλτερ Έγκο Α.Ε., 2021, Τόμος Δ’, ISBN ΤΟΜΟΥ Δ΄: 978-618-5519-27-8, Λήμμα: «Σουρμελής
Διονύσιος», σ. 272
28) Κούλα Ξηραδάκη, Γυναίκες του ‘21 / συμβολή στην έρευνα,
Αθήνα, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021, ISBN: 978-618-5333-83-6, σ.σ. 169-175
29) Σούλα Ροδοπούλου, Οι
άσημες και οι ταπεινές του 21, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2012, ISBN:
978-960-289-125-4, σ.σ. 23-27
30) Thomas Gordon, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης,
Αθήνα, Εκδόσεις Αρχιπέλαγος, 2010, Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κατσώνη, Τόμος 2, ISBN: 978-960-7911-76-6, σ. 9
Σημείωση:
Αποσπάσματα της παρούσης μελέτης έχουν δημοσιευτεί στο εγκυρότατο περιοδικό
«Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2024» και στο ηλεκτρονικό περιοδικό MAXMAG.